- σταυρώνω
- σταυρῶ, -όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός]1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.)2. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως κύριο όν.) ο Εσταυρωμένοςο Χριστός επάνω στον Σταυρόνεοελλ.1. ταλαιπωρώ, βασανίζω, πιλατεύω («μέ σταύρωσε αυτό το παιδί»)2. συναντώ τυχαία κάποιον, διασταυρώνομαι με κάποιον («σταύρωσε δύο παληκάρια ώρια λυγερή», δημ. τραγούδι)3. φρ. α) «σταυρώνω τα χέρια» ή «κάθομαι [ή μένω] με σταυρωμένα χέρια» — μένω άπρακτος, αδρανής γιατί βρίσκομαι σε αδιέξοδο ή σε κατάσταση απελπισίαςβ) «δεν σταύρωσα φράγκο [ή δραχμή ή πεντάρα]» — δεν έπιασα, δεν εισέπραξα τίποτεγ) «δεν σταυρώνω φύλλο» — δεν μού τυχαίνουν καλά χαρτιά στο χαρτοπαίγνιοδ) «σταυρώνω κεραία»ναυτ. τοποθετώ την κεραία σταυροειδώς σε σχέση με τον ιστόε) «άρον άρον σταύρωσον αυτόν»μτφ. λέγεται για απόφαση που λαμβάνεται ή για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, βιαστικάνεοελλ.-μσν.1. ευλογώ με το σημείο τού σταυρού, κάνω το σχήμα τού σταυρού πάνω από κάποιον ή από κάτι (α. «σταύρωσε το παιδί» β. «ὁ δὲ ἀρχιερεὺς σταυρώνει τὸ ὕδωρ», Ευχολ.)2. τοποθετώ τα χέρια μου ώστε να σχηματιστεί σταυρός (α. «να κάθεσαι στην εκκλησία με τα χέρια σταυρωμένα» β. «αὐτὸς δὲ τὰς χεῑρας... δι' ὅλης σταυρώσας τῆς νυκτὸς ἔμεινεν ἀκλινής», Βίος Παχ.)αρχ.1. περιβάλλω χώρο με σταυρούς, με πασσάλους, περιχαρακώνω («ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ βάθη ἐσταύρωσαν», Διόδ.)2. νεκρώνω τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη (α. «σταυροῡμεν τὴν σάρκα... ἐν ὕδατι βαπτιζόμενοι», Ιωάνν. Χρυσ.β. «οἱ δὲ τοῡ Χριστοῡ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῑς παθήμασι καὶ ταῑς ἐπιθυμίαις», ΚΔ)3. φρ. «ἧλος ἐσταυρωμένος» — καρφί από σταυρό, που τό φορούσαν ως περίαπτο, ως φυλαχτό.
Dictionary of Greek. 2013.